- ὁρίζεις
- ὁρίζωdividepres ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λογιάζω — μέσ. λογιάζομαι και λογιέμαι (Μ λογιάζω) 1. σκέπτομαι, συλλογίζομαι, στοχάζομαι, λογαριάζω, έχω στον νου κάτι («οπού χει γνώση κι ομυαλόν ετούτα ας τά λογιάζει», Ερωτόκρ.) 2. σχεδιάζω, σκοπεύω («βασιλέας τής Βλαχίας λογιάζει να δώσει ένα τάκο τη… … Dictionary of Greek
λιανοτράγουδα — Δημοτικά τραγούδια που αποτελούνται από δύο ή τέσσερις στίχους. Συνήθως περιέχουν δύο στίχους, γι’ αυτό και ονομάζονται επίσης δίστιχα. Τα λ., που είναι γνωστά και ως μαντινάδες ή ριμνέτσες, αποτελούνται από δύο δεκαπεντασύλλαβους στίχους και… … Dictionary of Greek